Αφιερώματα

Ιδιαίτερη αίσθηση προκάλεσε το πρώτο μέρος του αφιερώματος της ζωής του Αλέκου Κιτσάκη στο Hpeiros.gr. Σήμερα δημοσιεύουμε το δεύτερο μέρος του αφιερώματος, που αρχίζει από τη στιγμή που ο Αλέκος Κιτσάκης ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο «Σκαγιοπούλειο» της Πάτρας. Το 'αηδόνι της Ηπείρου" αφηγείται τη ζωή του στην Αθήνα. Τη διαμονή του σε ένα γκαράζ, τις δυσκολίες που αντιμετώπισε αλλά και πως ξεκίνησε το μεγάλο 'πέταγμα' προς την δόξα και τη διεθνή αναγνώριση.

 



kitsakis20Ιδιαίτερη αίσθηση προκάλεσε το πρώτο μέρος του αφιερώματος της ζωής του Αλέκου Κιτσάκη στο Hpeiros.gr κι εδώ θέλουμε να ευχαριστήσουμε όλους εσάς, που από διάφορα μέρη του κόσμου μας αποστείλατε e-mail ή επικοινωνήσατε τηλεφωνικά μαζί μας, για να μας εκφράσετε την συγκίνησή σας για τα όσα διαβάσατε αλλά και το θαυμασμό σας για τον κορυφαίο Ηπειρώτη τραγουδιστή.

Σήμερα δημοσιεύουμε το δεύτερο μέρος του αφιερώματος, που αρχίζει από τη στιγμή που ο Αλέκος Κιτσάκης ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο «Σκαγιοπούλειο» της Πάτρας. Το 'αηδόνι της Ηπείρου" αφηγείται τη ζωή του στην Αθήνα. Τη διαμονή του σε ένα γκαράζ, τις δυσκολίες που αντιμετώπισε αλλά και πως ξεκίνησε το μεγάλο 'πέταγμα' προς την δόξα και τη διεθνή αναγνώριση.

 

Μιλώντας για την μετακόμισή του από την Πάτρα στην Αθήνα, σημειώνει: Όταν, λοιπόν, τελείωσα με το καλό το 'Σκαγιοπούλειο' πήγα στην Αθήνα. Και από εδώ αρχίζει η ιστορία η μεγάλη παιδάκι μου. Αρχίζει ο Γολγοθάς της ζωής...

Στην Αθήνα δεν είχα κανέναν. Κοιμόμουνα σ' ένα γκαράζ στην οδό Αγίου Μελετίου και Λιοσίων γωνία.

Το είχε τότε ένας Ηπειρώτης, Σπύρος Μουστάκας λεγότανε, είχε πολλά φορτηγά αυτός. Θυμάμαι το γκαράζ, είχε μια πόρτα μεγάλη με μια αλυσίδα που την κρατούσε κλειστή. Κλείδωνε αυτός την πόρτα, εγώ δεν είχα κλειδιά, και έμπαινα από το μικρό κενό που δημιουργούσε η αλυσίδα, ήμουν τόσο αδύνατος που χωρούσα.

Δούλευα σ' ένα γραφείο στην Αριστοτέλους 10 και Καποδιστρίου, έπαιρνα δέκα δραχμές την ημέρα. Ήταν αντιπροσωπεία των αυτοκινήτων Seddon και είχε ένα γραφείο που δούλευαν τέσσερα άτομα.


Hpeiros.gr:Και τι ακριβώς δουλειές κάνατε σ' εκείνο το γραφείο;

Aλ. Κιτσάκης: Σκούπιζα το γραφείο και έκανα θελήματα. Μου έλεγαν, 'φώναξε ένα ταξί', σκοτωνόμουν εγώ να πάω να φωνάξω ένα ταξί. Το είχε τότε ο Τζούμας ο Χρήστος, πούλαγε αυτοκίνητα. Και τη μόνη χάρη που μου έκανε αυτός ήταν ότι μου έδινε 10 δραχμές την ημέρα για να φάω. Και έτρωγα μελιτζάνες το μεσημέρι και μακαρόνια το βράδυ. Έτρωγα σ' ένα εστιατόριο απέναντι και μετά πήγαινα με τα πόδια να κοιμηθώ στο γκαράζ. Ήταν και άλλα μεγαλύτερα παιδιά που μένανε εκεί. Εγώ πήγαινα να κοιμηθώ στο δωμάτιο μου.

Hpeiros.gr:Είχατε διαμορφώσει σε δωμάτιο κάποιο χώρο του γκαράζ;

Aλ. Κιτσάκης: Είχε κάτι γραφειάκια τα οποία τα είχαμε σαν δωμάτια. Είχα ένα ράντζο, κάποια στιγμή πάει χάλασε και αυτό. Πήρα λοιπόν κάτι παλιοκουρελούδες που μου έδωσαν κάποιοι Ηπειρώτες και μαζί με μια παλιοβελέντζα της συγχωρεμένης της μάνας μου που είχα πάρει μαζί μου στην Αθήνα, τις έκανα στρώμα και κοιμόμουν πάνω στο τσιμέντο. Τρύπια τα τζάμια, νερά να μπαίνουν μέσα και να σηκώνομαι ο καημένος το πρωί, να πάω στο Ωδείο. Με τα πόδια φυσικά γιατί δεν υπήρχε άλλος τρόπος. 

Hpeiros.gr:Πότε ξεκινήσατε να τραγουδάτε στο EIΡ;

Aλ. Κιτσάκης: Θυμάμαι ότι τραγούδησα σε μια εκδήλωση στο θέατρο Παρνασσού στην πλατεία Καρύτση, εκεί που έβγαιναν παλιά «ΤΑ ΝΕΑ». Εδώ αρχίζει τώρα η ζωή. Εκεί κάνανε εκδηλώσεις τα Ωδεία και διάφοροι σύλλογοι. Τραγουδάω, λοιπόν, σε μια εκδήλωση και μέσα ήταν ο Γενικός Διευθυντής του ΕΙΡ (Ελληνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας). Και μ' άκουσε. Τρελάθηκε. Αμέσως με φωνάζει. «Έλα εδώ παιδί μου» λέει, «θέλω να έρθεις στο γραφείο μου». Το να τραγουδήσεις τότε στο ραδιόφωνο ήταν το μεγαλύτερο δώρο. Πάω λοιπόν και μου δίνει τότε δύο εκπομπές. Να τραγουδάω Δημοτικά τραγούδια δύο φορές την εβδομάδα, Δευτέρα και Πέμπτη. Σε κάθε εκπομπή τραγουδούσα συνέχεια για μισή ώρα. Από εδώ, λοιπόν, αρχίζει η τύχη μου.

kitsakis21Άκου να δεις τώρα. Στο ΕΙΡ, ήταν η μεγαλύτερη δημοσιογράφος που υπήρχε τότε στο ραδιόφωνο. Η Αθηνά Σπανούδη. Αυτή κυριαρχούσε τότε στο ραδιόφωνο. Ήταν κόρη του Κωνσταντίνου Σπανούδη πρώτου προέδρου και ιδρυτή της ΑΕΚ. Μεγάλη Κωνσταντινουπολίτικη οικογένεια αυτή. Με ακούει, λοιπόν, αυτή και μου λέει, «θα σε πάω στον Καλομοίρη». Κοιτάξτε να δείτε πώς ανοίγει ο δρόμος τώρα για τη ζωή μου.

Ο ένας με πήγε στο ραδιόφωνο και η Σπανούδη με παίρνει από το χέρι και με πάει στον Καλομοίρη. Αυτή η Σπανούδη, δε, ήταν φίλη ενός μεγάλου γιατρού τότε ακτινολόγου, του Βασίλειου Χρήστου, Θεός σχωρές την ψυχούλα του. Αυτός καταγόταν από τη Πυρσόγιαννη Κονίτσης. Μεγάλος ακτινολόγος, ιατρός. Ο Θεός τον έστειλε, γιατί σου λέω πιστεύω στο Θεό. Αυτός που λες είχε ένα ιατρείο, Μενάνδρου 58. Ολόκληρο όροφο δικό του.

Για τρεις ανθρώπους αισθάνομαι ες αεί ευγνωμοσύνη. Σημειώστε τους: Ένας είναι ο Αθανάσιος Γκογκόνης, Βορειοηπειρώτης και πολύ μεγάλος δημοσιογράφος της εφημερίδας «Ηπειρωτικό Μέλλον». Μετά είναι ο Σταμάτης Κωνσταντίνος, δικηγόρος και για πολλά χρόνια Γενικός Γραμματέας της Πανηπειρωτικής και τέλος ο ακτινολόγος γιατρός Βασίλειος Χρήστου. Γι' αυτούς τους τρεις αισθάνομαι ες αεί ευγνωμοσύνη. Αισθάνομαι ευγνωμοσύνη για πολύ κόσμο αλλά ειδικά γι' αυτούς τους τρεις περισσότερο. Αυτοί οι τρεις με στήριξαν.


kitsakis22Με παίρνει λοιπόν η Αθηνά η Σπανούδη από το χέρι και με πάει στο Μανώλη τον Καλομοίρη. Ο Μανώλης ο Καλομοίρης είναι ο ιδρυτής του Εθνικού Ωδείου –τότε ήταν και πρόεδρος του Εθνικού Ωδείου- και για μένα ο μεγαλύτερος μουσουργός που έβγαλε ποτέ η χώρα μας. Και λάτρευε το Δημοτικό τραγούδι. Κι αυτός κι η γυναίκα του. Άκου να δεις που μ' έστειλε. Ακαδημαϊκός και αθάνατος ο Καλομοίρης. Βιβλική μορφή αυτός ο άνθρωπος. Να τον έχει καλεί ο Θεούλης εκεί που' ναι. Είχα την τύχη λοιπόν να πάω σ' αυτόν τον άνθρωπο που ήταν κολοσσός τότε. 

Με πάει λοιπόν στο Ωδείο και λέει στο Καλομοίρη, «Μανώλη σου φέρνω το μεγαλύτερο ταλέντο που είδαν τα μάτια μου». Με πήρε ο Καλομοίρης, βιβλική μορφή, όπως προανέφερα, από τη Σάμο καταγόταν. Με έπιασε δέος όταν τον είδα. «Έλα εδώ παιδί μου», μου λέει, «να σε πάμε στο διοικητικό συμβούλιο να σ' ακούσουμε».

Πάω μέσα λοιπόν και τραγουδάω. Μόλις με άκουσαν τρελάθηκαν. 

Και με πιάνει η καθηγήτρια ορθοφωνίας, η Μάγκυ Καρατζά, προσωπική φίλη του Δημήτρη Μητρόπουλου, μεγάλου μαέστρου, διευθυντή συμφωνικής ορχήστρας της Νέας Υόρκης. Παίρνει το πιάνο και μου λέει «οοοοοο-ιιιιιιιι, ταταταν ταταταν», έλεγε τους τόνους και περίμενε να τους πω κι εγώ. Ήθελαν να διαπιστώσουν αν έχω μουσικό αυτί για να δουν αν μπορώ να προοδεύσω. Ξεκινάω λοιπόν εγώ και τα λέω ακριβώς με τους τόνους που μου είπε. Πως συνδυάζονται αυτά παιδιά; Αυτό είναι το φαινόμενο. Να συνδυάζεις και τα δύο. Αλλάζει πάλι τόνους, τους λέω σωστά εγώ. Μόλις εκείνοι ακούσαν ότι έπαιρνε στροφές το αυτί μου, είπαν ότι 'αυτό το παιδί θα γίνει μεγάλος τραγουδιστής'. «Αυτό το παιδί είναι φαινόμενο» είπαν.

Αποφασίζει λοιπόν το Διοικητικό Συμβούλιο να με δεχθεί στο Εθνικό Ωδείο δωρεάν. Με υποτροφία, να μην πληρώνω φράγκο. Το χαρτί ότι είχα σπουδάσει στο Εθνικό Ωδείο το είχα χάσει βρε παιδιά, και το βρήκα πρόσφατα.

Και είχα, θυμάμαι, την Καίτη Μοσχούτη καθηγήτρια στο σολφέζ, να την έχει καλά ο Θεός και η Παναγία. Όλα δεκάρια μου έβαζε.


Και ξεκινάω στο Εθνικό Ωδείο. Και μου έλεγε ο Καλομοίρης, 'για να σου βάλω άριστα εγώ θα μου πεις ένα κλέφτικο'. Και ξεκινούσα τα κλέφτικα.

Φίλοι μου μιλάτε με ένα τραγουδιστή που απ' όπου και αν τον πιάσεις είναι όλος τιμιότητα. Θυμάμαι μια μέρα, όταν ήμουνα μέσα στο γραφείο του Τζούμα, μου πέταξαν 5-6 λίρες. Τότε  αυτό ήταν ένα καλό ποσό. Ήθελαν να με δοκιμάσουν. Όπως, λοιπόν, σκούπιζα, είδα κάτι χρυσές λίρες. Τρελάθηκα, τις γραπώνω, τις έσφιγγα με τα χέρια, ντρεπόμουν να τα ανοίξω. Πάω στον Τζούμα, «Κύριε Χρήστο, κύριε Χρήστο», λέω, «βρήκα κάτι λίρες εδώ». Λαχτάρα μεγάλη. «Πούντες, φέρε τις εδώ» μου απαντάει. Και λέει 'αυτό θα παιδί θα προοδεύσει στη ζωή του'. «Θα προοδεύσεις» μου λέει.

Γι' αυτό σας λέω  μου έδωσε πολλά χαρίσματα ο Θεός. Η τιμιότητα παίζει σπουδαίο ρόλο. Ήμουνα τίμιο παιδί. Μια μέρα περπάταγα στο δρόμο και βρήκα ένα μάτσο από κόκκινα κατοστάρικα. Τα μαζεύω, ήταν τυλιγμένα σε ματσάκι. Και έτρεμα ολόκληρος, είχα γίνει κίτρινος από το φόβο μου. Τα παίρνω και τα πηγαίνω στο Σταμάτη Κωνσταντίνο. «Κύριε Σταμάτη, κύριε Σταμάτη» του λέω, «γιατί είσαι κίτρινος» μου απαντάει. «Σας παρακαλώ», του λέω, «βρήκα κάτι λεφτά στο δρόμο και δεν ξέρω τι να τα κάνω, θέλω να τα δώσω του ανθρώπου που τα έχασε». Ήταν 400 δραχμές, πολλά λεφτά τότε. Φανταστείτε τότε έπαιρνα 10 δραχμές την ημέρα.

Tώρα που το θυμήθηκα, απέναντι από το γραφείο που δούλευα ήταν μια ταβέρνα, «Τα τρυγόνια». Αυτή την ταβέρνα την είχε ένας πατριώτης, ο Τάσος Λάζος από το Τέροβο. Εκεί μέσα δούλευε ένα παιδάκι στην ηλικία μου, αδελφικός μου φίλος, ο Βασίλειος Στράτος, κατάγεται από το χωριό Ντάρα (Ελιά τώρα) της Πρέβεζας. Αυτό το παιδί δούλευε γκαρσόνι.

Και μου έλεγε, «Αλέκο, άσε να φύγει το αφεντικό και έλα να σου γεμίσω το πιάτο να φας». Μόλις, λοιπόν, έφευγε το αφεντικό το μεσημέρι μου γέμιζε ένα πιάτο, δεν πλήρωνα καθόλου. Και φούσκωνα φαΐ. Αυτή τη βοήθεια μου έκανε αυτό το παιδάκι και για μένα είναι καλύτερος και από αδελφικός φίλος.

Αυτό το παιδί πήγε στον Καναδά. Παντρεύτηκε εκεί. Όταν, λοιπόν, ο Κιτσάκης έγινε μεγάλος και τρανός, πάει στον Καναδά. Το 1973 ήτανε, έγινε χαμός.


Κάποια στιγμή πάω και στο Τορόντο να τραγουδήσω. Και εκεί που τραγουδούσα βλέπω ένα τραπέζι μπροστά με δέκα άτομα. Ένας από την παρέα με κοιτούσε συνέχεια. Ποιος είναι αυτός; αναρωτήθηκα. «Με θυμάσαι ρε Αλέκο», μου λέει κάποια στιγμή; «Ποιος είσαι εσύ;» του απαντάω. «Εγώ είμαι ο Βασίλης ο Στράτος, που δούλευα στο Λάζο, στη ταβέρνα «τα Τρυγόνια» μου λέει. Αγκαλιαστήκαμε, κλάψαμε... Τον είδα μετά από τόσα χρόνια. Κάθε μέρα, τον ένα μήνα που έμεινα εκεί, με έπαιρνε σπίτι του και γευματίζαμε μαζί. Μην το ξεχάσω, έχει και τρία παιδιά ο Βασιλάκης: τον Θανάση, τον Βαγγέλη και τον Γιάννη. Όλα σπουδαία παιδιά. Πιο ελληνόπουλα από εμάς που ζούμε στην Ελλάδα. Με φοβερή ανατροφή. Λατρεύουν την Ελλάδα. Ο Θανάσης σήμερα ζει εδώ, δουλεύει διευθυντής στην Cosmote. Έχει βοηθήσει πάρα πολλά παιδιά από την Ήπειρο.

Hpeiros.gr:Θα θέλατε να επιστρέψουμε πάλι εκεί που είχαμε μείνει, όταν είχατε πάει στο Εθνικό Ωδείο;

Aλ. Κιτσάκης: Που λέτε παιδιά, όταν με άκουσε ο Μανώλης ο Καλομοίρης με θαύμασε και είπε «κάθε διακόσια χρόνια γεννιέται μια τέτοια φωνή, με τέτοια τεχνική κατάρτιση, σαν του Αλέκου Κιτσάκη». Και σπούδασα έξι χρόνια με υποτροφία εκεί. Πήγαινα λοιπόν από το πρωί νηστικός και στο Ωδείο και έβγαζα κορώνες. Έκανα μάθημα από το γκαράζ.

Είχα μια σπουδαία συμμαθήτρια, την Αντιγόνη Σγούρδα. Ο πατέρας της είχε τότε το μεγαλύτερο υαλοπωλείο στην Αιόλου. Αυτή έγινε η μεγαλύτερη υψίφωνος της Ευρώπης. Πήγαινα λοιπόν σ' αυτή κάθε απόγευμα, μου έδινε λίγο βούτυρο, λίγη μαρμέλαδα και της έκανα μάθημα σολφέζ, για να πάει κι αυτή καλά στα μαθήματα της.

Hpeiros.gr:Πότε σταματήσατε το Ωδείο;

Aλ. Κιτσάκης: Όταν πήγα στρατιώτης σταμάτησα το Ωδείο. Με προόριζαν για τενόρο στην σκάλα του Μιλάνου. Αλλά εγώ τότε κοίταγα πώς να ζήσω και η υποτροφία δεν κάλυπτε τα έξοδα που χρειαζόταν. Τελικά  όμως, ευτυχώς που με κέρδισε το δημοτικό τραγούδι και έγινα αυτό που έγινα. 

Α, ξέχασα να πω, το 1954, που τραγουδούσα στο ΕΙΡ είχα γίνει φίρμα. Στις 17:30 με έβαζε το EIP να τραγουδάω για μισή ώρα. Για να γραμμοφωνήσεις τότε, το '54, για να σε δεχθεί η δισκογραφική εταιρία Columbia, έπρεπε να είχες το Θεό πατέρα. Και από τη δισκογραφική δεν μου έδιναν καθόλου σημασία. Τότε η Columbia είχε τους Χαλκιάδες και γι' αυτούς εγώ ήμουν αμελητέα ποσότητα.

Και λέω τότε στον εαυτό μου «θα πας μόνος σου στην Odeοn». Ξεκινάω, λοιπόν, να πάω στην Odeon. Tότε η Columbia ήταν η μεγαλύτερη δισκογραφική εταιρεία, η Odeon ακολουθούσε. Πάω που λέτε και βγαίνει ένας σπουδαίος άνθρωπος, Ο Περιστέρης Σπύρος. Σπουδαίος μαέστρος. Μου λέει «τι θέλεις παιδί μου;», του λέω «Κύριε Σπύρο αν μπορείς να μ' ακούσεις να σου πω ένα τραγουδάκι. Θέλω να μ΄ ακούσεις. Λέω δημοτικά τραγούδια». «Έλα», μου λέει, «πέρασε, πες ένα τραγούδι».


Και ξεκινάω εγώ: «Τρεις στρατηγοί ξεκίνησαν να παν στο Μεσολόγγι. Ήρθ' ο Μακρής απ' το Ζυγό κι ο Ίσκος απ' το Βάλτο, ήρθε κι ο Μάρκο Μπότσαρης από τη Λακκασούλι απόφαση να πάρουνε…», ωραίο τραγούδι, κλέφτικο. Τρίξανε τα τζάμια. Τότε ήμουνα στο Ωδείο, ήξερα αρκετά πράγματα και του λέω 'Μαέστρο δώσε μου ένα «Ντο ματζόρε εισαγωγή…». Μόλις του είπα αυτό το πράγμα, με κοιτάει και μου λέει «που το ξέρεις εσύ το Ντο ματζόρε», «Σπουδάζω στο Ωδείο», του απαντώ. «Μ' έχει ο Μανώλης ο Καλομοίρης υπό την προστασία του», «Τι μωρέ…», μου απαντάει. Ξεκινάω εγώ το τραγούδι κι έγινε χαμός. Σταματήσανε όλοι μέσα να δουλεύουν.

«Κύριε Μάτσα ανακαλύψαμε το νέο Παπασιδέρη…»

Τρέχει, που λέτε, στο Μίνο Μάτσα και του λέει: «Κύριε Μάτσα, κύριε Μάτσα, ελάτε γρήγορα, ανακαλύψαμε έναν καινούργιο Παπασιδέρη». Ο Παπασιδέρης ήταν ένας μεγάλος τραγουδιστής, δεν υπήρχε κανείς σαν αυτόν. Ξανατραγούδα μου λένε. Με ακούνε και μ' αρπάζουν για να υπογράψω το πρώτο συμβόλαιο. Φοβήθηκαν μήπως μ' αρπάξουν άλλοι. Και μου δώσανε τότε 150 δραχμές για την υπογραφή του συμβολαίου. Είδα εγώ τότε 150 δραχμές και καταχάρηκα. 

Θυμάμαι, έρχεται ένας ονόματι Βάϊος Μαλιάρας από τη Θεσσαλία, τον Πυργετό Λαρίσης. Μεγάλο κλαρίνο τότε, κυβέρναγε, έλεγε πολλά τραγούδια και του λέει ο Μάτσας, «θα πας να βρεις ένα παιδάκι, δουλεύει στην Αριστοτέλους 10, θα το πάρεις και θα το βάλεις να γραμμοφωνήσει». Έρχεται λοιπόν ο Μαλιάρας στη δουλειά και ρωτούσε: «Που είναι αυτό το παιδάκι που τραγουδάει», «εγώ είμαι», του απαντάω». «Εσύ είσαι ο Κιτσάκης;», μου λέει ο Μαλιάρας, «Eγώ είμαι» του απαντάω, «Μα …εσύ είσαι ψόφιος. Εσύ δεν μπορείς να πάρεις αναπνοή από την αδυναμία, πώς θα τραγουδήσεις;» μου λέει.

«Άντε αύριο το πρωί θα σε πάρω να γραμμοφωνήσουμε τραγούδια» μου είπε.

 

ρία πρώτα τραγούδια.

Ήμουνα τότε ερωτευμένος με μια Σταυρούλα. Είχε φούρνο. Και ο πεινασμένος …φούρνο ονειρεύεται. Ένα από τα τρία τραγούδια που γραμμοφώνησα τότε ήταν και το «Σταυρούλα μαυρομάτα», εμπνευσμένο από τον έρωτα μου. Τα άλλα δύο ήταν το "Γιατί είναι μαύρα τα βουνά" και το "Τα πήρανε τα πρόβατα" .


Στη συνέχεια ο κ. Κιτσάκης, έδωσε τη δική του ερμηνεία στα είδη των τραγουδιστών, λέγοντας:

Aλ. Κιτσάκης: Υπάρχουν που λέτε τριών ειδών τραγουδιστές. Η πρώτη κατηγορία είναι οι εγκεφαλικοί τραγουδιστές. Αυτοί είναι μια σπάνια περίπτωση, είναι δώρο Θεού. Τραγουδάνε και μπορούν ταυτόχρονα να γελάνε. Η άλλη κατηγορία είναι του λάρυγγα. Σ' αυτούς ο λαιμός «δεν παίρνει στροφές», θέλουν χρόνο μέχρι να μπουν στο τραγούδι. Και η τρίτη κατηγορία είναι του στήθους. Αυτοί μόλις λένε μερικά  τραγούδια κουράζονται τόσο πολύ που θέλουν μετά να ξαπλώσουν.

Εγώ θυμάμαι είχα τραγουδήσει τρεις ώρες χωρίς νερό. Γι' αυτό σας λέω, μου έδωσε ο Θεός και η Μεγαλόχαρη η Παναγία το πιο σπάνιο δώρο. Πήραν τη Μάνα και τον Πατέρα μου αλλά μου έδωσαν εγκεφαλική φωνή. Και μπορώ να τραγουδάω ακόμα και σήμερα σ΄ αυτή την ηλικία, όταν κάποιοι άλλοι συνάδελφοι μου είναι ράκη. Και ειλικρινά σας λέω, τραγουδάω σήμερα όπως όταν ήμουνα 20 χρονών.


Hpeiros.gr:Και δεν σας επηρεάζει καθόλου που καπνίζετε;

Kοίταξε να δεις, το κάπνισμα σίγουρα δεν κάνει καλό σ' έναν τραγουδιστή. Όμως αν και καπνίζω δεν τραβάω ποτέ τον καπνό μέσα μου. Τον βγάζω έξω. Ποτέ δεν φούμαρα στη ζωή μου. Απλά βάζω το τσιγάρο στο στόμα. Και μην φανταστείτε ότι κάνω πολλά τσιγάρα.

Και στο παιδί μου, τον Κωνσταντίνο, σπουδάζει τώρα στη Λαμία πληροφορική, λέω να μην καπνίζει. Τον Κωνσταντίνο που λέτε τον έβαλα να τραγουδάει από επτάμιση χρονών παιδάκι. Έχει πιο ψηλή χροιά από μένα αυτός. Και είναι σεμνός όπως ο πατέρας του.

Εγώ στη ζωή μου σιχαίνομαι τις βεντέτες. Είναι κάποιοι που δεν έχουν κάνει τίποτα στη ζωή τους και το παίζουν βεντέτες. Ποιοι είστε ρε; Με τσαντίζουν. Εγώ ξέρω ποιος είμαι και τι έχω προσφέρει στο λαό. Τον αγαπάω το λαό. Αυτός μου δίνει δύναμη...


Συνέχεια

www.ipiros.gr

BLOG COMMENTS POWERED BY DISQUS

e horos logo